διώχνω

διώχνω
διώχνω, έδιωξα βλ. πίν. 29 (προφ. διώχνω)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διώχνω — και διώχτω βλ. διώκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. διώχνω μεταπλασμένος ενεστώτας < εδίωξα, αόρ. τού διώκω, κατά τα ρήματα σε νω (πρβλ. δείχνω έδειξα, ψάχνω έψαξα) ο τ. διώχτω αναλογικά προς τα σκάφτω, ράφτω] …   Dictionary of Greek

  • διώχνω — έδιωξα, διώχτηκα, διωγμένος, αναγκάζω κάποιον να απομακρυνθεί από τόπο ή χώρο, εκτοπίζω: Οι γονείς μου μ’ έδιωξαν από το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεμυγιάζω — διώχνω τις μύγες από επιφάνεια στην οποία έχουν επικαθήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μύγα] …   Dictionary of Greek

  • αποδιώκω — κ. διώχνω (AM ἀποδιώκω) διώχνω, απομακρύνω νεοελλ. 1. διώχνω με εύσχημο τρόπο, ξεφορτώνομαι 2. εγκαταλείπω κάποιον, παύω να τον προστατεύω …   Dictionary of Greek

  • αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… …   Dictionary of Greek

  • εκβάλλω — (AM ἐκβάλλω) 1. ρίχνω, πετώ έξω, βγάζω με τη βία 2. αφήνω κάτι να βγει από μέσα μου, εκστομίζω, λέω 3. (για ποταμούς κ.λπ.) χύνομαι 4. διώχνω μσν. 1. (για ρούχα, οπλισμό κ.λπ.) βγάζω από πάνω μου 2. θανατώνω κάποιον 3. (για σπαθί) τραβώ 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • εξανίστημι — (AM ἐξανίστημι, Μ και ἐξανιστῶ) μέσ. 1. εξανίσταμαι σηκώνομαι από τη θέση μου, πετάγομαι επάνω 2. συνεκδ. σηκώνομαι για να διαμαρτυρηθώ, δυσανασχετώ, εξεγείρομαι, διαμαρτύρομαι μσν. ἐξανιστῶ ανασταίνω αρχ. 1. σηκώνω κάποιον από τη θέση του… …   Dictionary of Greek

  • εξαποπέμπω — ἐξαποπέμπω (Μ) αποπέμπω βιαίως, διώχνω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αποπέμπω «διώχνω»] …   Dictionary of Greek

  • εξαποστέλλω — και ξαποστέλνω (AM ἐξαποστέλλω και ξαποστέλνω) στέλνω έξω, μακριά («ἐξαπέστειλαν πρεσβευτὰς πρὸς Ἀντίοχον», Πολ.) νεοελλ. ειρων. ξεπροβοδώνω κάποιο, τόν αποπέμπω βιαίως, τόν διώχνω, τόν ξεφορτώνομαι μσν. στέλνω πίσω αρχ. 1. αφήνω έναν αιχμάλωτο… …   Dictionary of Greek

  • εξελαύνω — ἐξελαύνω (AM) [ελαύνω] 1. διώχνω βίαια («ἐξελῶ σ ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.) 2. κατευθύνω (άλογα, άρμα κ.λπ.) ορμητικά προς τα μπρος αρχ. 1. βγάζω έξω για βοσκή («δειπνήσας δ ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα», Ομ. Οδ.) 2. (για άλογα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”